- Ζηλωτές
- I
Οπαδοί θρησκευτικής αίρεσης που αναφέρονται στη Βίβλο. Η αίρεση εμφανίστηκε στην Ιουδαία κατά το β’ μισό του 1ου αι. π.Χ. Οι ρίζες της ανάγονται στην εποχή των Μακκαβαίων. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απέκτησε και πολιτικό χαρακτήρα. Η αίρεση διακρινόταν για την προσήλωσή της στον μωσαϊκό νόμο και την τήρησή του και για την επιδίωξη της εθνικής ανεξαρτησίας, με τον διωγμό των ξένων. Υποστηρίχθηκε από τις κατώτερες και, σε κάποιο βαθμό, από τις μεσαίες τάξεις. Οι οπαδοί της ήταν ορκισμένοι εχθροί της ρωμαϊκής εξουσίας και των κυρίαρχων Ιουδαϊκών τάξεων. Οι ανώτερες τάξεις και εκείνοι που συναλλάσσονταν ύποπτα με τους Ρωμαίους υπήρξαν συχνά ο στόχος των βιαιοτήτων των Z., οι οποίοι ήταν βασικοί παράγοντες και στον Ιουδαϊκό πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων, το 70 μ.Χ.IIΘρησκευτική παράταξη στη βυζαντινή Εκκλησία. Στη βυζαντινή ιστορία διακρίνονται δύο ρεύματα, τα οποία αποτελούσαν, κατά κάποιον τρόπο, δύο κόμματα και αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικούς κόσμους. Το ένα κόμμα ήταν των Πολιτικών, δηλαδή των οπαδών της προόδου, της παιδείας και των νεωτερισμών. Το άλλο ήταν το κόμμα των Ζ., το οποίο συγκέντρωνε τους προσηλωμένους στην παράδοση, τους συντηρητικούς και, γενικά, τους φανατικούς εχθρούς κάθε νεωτερισμού. Βασικά χαρακτηριστικά του ήταν ο αυστηρός και απόλυτος τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τα διάφορα θρησκευτικά ζητήματα. Οι Ζ. μάχονταν για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας από τις κρατικές επεμβάσεις, απορρίπτοντας κάθε συμβιβαστική λύση που θα την υπαγόρευαν πολιτικοί ή άλλοι λόγοι, σε θέματα ηθικά, θρησκευτικά και εκκλησιαστικά. Βρίσκονταν συνήθως αντιμέτωποι με τη θρησκευτική παράταξη των Πολιτικών, οι οποίοι δεν ήταν μόνο μετριοπαθέστεροι, αλλά θεωρούσαν απαραίτητη τη συνεργασία με το κράτος και ήταν πρόθυμοι να δεχτούν συμβιβαστικές λύσεις σε περίπτωση πολιτικής σκοπιμότητας. Οι δύο αυτές θρησκευτικές παρατάξεις –που διαφαίνονταν κιόλας από την εποχή της εικονομαχίας– κυρίως από τον 12o αι. αγωνίζονταν για να επιβάλουν την επιρροή τους στην εκκλησιαστική διοίκηση και συμμετείχαν παράλληλα στην πολιτική ζωή, αποκτώντας έτσι πολιτικοθρησκευτικό χαρακτήρα.Τα κόμματα αυτά πρωτοστατούσαν στο Βυζάντιο, όταν επικρατούσε διαμάχη ή ανταγωνισμός. Οι Ζ. στηρίζονταν κυρίως στους μοναχούς, έπαιρναν πάντα τη θέση των υπερασπιστών της ορθοδοξίας και οι συγκρούσεις τους με την πολιτεία επηρέαζαν συνήθως έντονα τον λαό. Από τις χαρακτηριστικότερες αντιδράσεις των Ζ. εναντίον της αυτοκρατορικής πολιτικής ήταν η σύγκρουσή τους με τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, τόσο για την εκθρόνιση του πατριάρχη Αρσένιου –που είχε το θάρρος να αφορίσει τον Μιχαήλ, όταν αυτός σφετερίστηκε τον θρόνο του Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη– όσο και για την πολιτική του υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών (σύνοδος Λιόν, 1274). Μετά την κατάργηση των αποφάσεων της συνόδου της Λιόν από τον γιο του Μιχαήλ Η’, τον Ανδρόνικο Β’, οι φανατικοί οπαδοί της ορθοδοξίας (Ζ., μοναχοί) ενισχύθηκαν. Εμφανίστηκαν επίσης στην περίοδο της εικονομαχίας, όπου οι Ζ. ήταν οπαδοί της άκρας εικονολατρίας και στην περίοδο της διαμάχης για τον πατριαρχικό θρόνο μεταξύ Φωτίου και Ιγνατίου, όπου οι Ζ. υποστήριζαν τον Ιγνάτιο. Το κίνημα των Ζ. έφτασε σε έξαρση κατά τους τελευταίους χρόνους του Βυζαντίου και ιδίως τον 14ο αι. Η δυστυχία, η ανέχεια, η εκμετάλλευση και η αδικία που επικρατούσαν τότε συνετέλεσαν ώστε το κίνημα των Ζ. να αποκτήσει τεράστια λαϊκή βάση και έκταση. Εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά έδρασε κυρίως στη Θεσσαλονίκη, όπου απέκτησε πολιτική και πολιτειακή οργάνωση, η οποία εκδηλώθηκε τελικά με το λεγόμενο κίνημα των Ζ. Ήταν στασιαστική εκδήλωση που συνέπεσε με τη διαμάχη για τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ του στασιαστή βασιλιά Ιωάννη Καντακουζηνού και του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, του ανήλικου και νόμιμου βασιλιά. Οι Ζ., πιστοί στις παραδόσεις τους, υποστήριξαν τον νόμιμο βασιλιά. Έτσι, στην προσπάθειά τους να αφοσιωθούν στον νόμιμο βασιλιά, βρέθηκαν παρά τη θέλησή τους στο στρατόπεδο των προοδευτικών. Τις τάξεις των Ζ. πύκνωσαν τότε και εύποροι έμποροι καθώς και ανώτερα στρώματα του πληθυσμού, ενώ οι ναυτικοί αποτέλεσαν την κύρια ένοπλη δύναμη. Επικεφαλής της κίνησης τέθηκαν ο Μιχαήλ και ο Ανδρέας, μέλη του αριστοκρατικού οίκου των Παλαιολόγων. Το 1342 οι Ζ., με τη βοήθεια και του Αλέξιου του Αποκαύκου, δούκα του Βυζαντίου, πήραν στα χέρια τους την εξουσία. Στην ενέργειά τους αυτή είχαν και την υποστήριξη των λαϊκών μαζών. Έδιωξαν τότε τους φεουδάρχες από τη Θεσσαλονίκη, αλλά στο διάστημα 1343-45 η επιρροή που ασκούσαν οι Ζ. στις κατώτερες τάξεις μειώθηκε, γιατί η πολιτική των αντιπροσώπων των ανώτερων στρωμάτων δεν ταυτιζόταν, όπως ήταν φυσικό, με τα συμφέροντα των φτωχότερων στρωμάτων του λαού. Το 1345, η Θεσσαλονίκη πέρασε πάλι στην εξουσία των φεουδαρχών, οι οποίοι, αφού σκότωσαν τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, αποφάσισαν να παραδώσουν την πόλη στον Καντακουζηνό. Ο αγανακτισμένος όμως λαός έσφαξε τους φεουδάρχες (το καλοκαίρι του 1345) και οι Ζ. πήραν και πάλι στα χέρια τους την εξουσία. Αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη νέα κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης με τον Καντακουζηνό και να δεχτούν ως μητροπολίτη τον οπαδό του Καντακουζηνού, τον Γρηγόριο Παλαμά. Δύο χρόνια αργότερα, ο Καντακουζηνός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και συνέτριψε το κίνημα των Ζ.Οι εξεγέρσεις των Ζ. ήταν μια απόπειρα των εύπορων στρωμάτων του αστικού πληθυσμού να επιφέρουν την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και να αποσπάσουν την εξουσία από τη φεουδαρχική αριστοκρατία. Η αποτυχία τους όμως αποδείχτηκε χαρακτηριστική της αδυναμίας τους να επιβληθούν, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού ο Καντακουζηνός υποστηριζόταν από τους Σέρβους και τους Οθωμανούς. Γενικά όμως, τα προβλήματα που σχετίζονται με τους Ζ., την κοινωνική τους σύνθεση, το πρόγραμμά τους και τις σχέσεις τους με τις λαϊκές μάζες εξακολουθούν να παραμένουν ακόμα και σήμερα επιδεκτικά συζητήσεων, ενώ υπάρχουν πολλές συγκρουόμενες απόψεις σε ό,τι αφορά την ιστορική, πολιτική και κοινωνιολογική ερμηνεία τους.
Dictionary of Greek. 2013.